ταγκιάζω

ταγκιάζω
Ν
βλ. ταγγιάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταγκιάζω — αμτβ., και ταγκίζω και τσαγκιάζω και τσαγκίζω τάγκιασα, ταγκιασμένος, αλλοιώνομαι, χαλάω, παίρνω δυσάρεστη γεύση και οσμή (για λιπαρές και ελαιώδεις ουσίες): Το βούτυρο τάγκιασε και δεν τρώγεται πια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταγγιάζω — και ταγκιάζω και τσαγγιάζω και τσαγκιάζω Ν [ταγγός / τσαγγός] ταγγίζω …   Dictionary of Greek

  • ταγκίζω — βλ. ταγκιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”